στάντ'

στάντ'
στάντα , ἵστημι
make to stand
aor part act neut nom/voc/acc pl
στάντα , ἵστημι
make to stand
aor part act masc acc sg
στάντι , ἵστημι
make to stand
aor part act masc/neut dat sg
στάντε , ἵστημι
make to stand
aor part act masc/neut nom/voc/acc dual
στάντο , ἵστημι
make to stand
aor ind mid 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ούνσετ, Zίγκριντ — (Sigrid Undset, Κάλουντμποργκ, Δανία 1882 – Λιλεχάμμερ 1949). Νορβηγίδα συγγραφέας. Τα δύο πρώτα της έργα Η κυρία Μάρθα Όουλιε (1907) και Η ευτυχισμένη ηλικία (1908), βγαλμένα από τη ρεαλιστική παρατήρηση του περιβάλλοντος και των ανθρώπων του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”